ὑπεράκρια

ὑπεράκρια
ὑπεράκριος
over
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπεράκριος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή πέρα από τα άκρα, από τα υψηλά σημεία που αποτελούν το σύνορο μιας πεδιάδας 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ὑπεράκριοι οι διάκριοι*, οι κάτοικοι τών λόφων και τών ορεινών περιοχών τής Αττικής 3. (το ουδ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”